εαν μή

εαν μή
3362 ἐὰν μή
{союз/част., 60}
если не.
Ссылки: Мф. 5:20; 6:15; 10:13, 14; 11:6; 12:29; 18:3, 16, 35; 26:42; Мк. 3:27; 4:22; 7:3, 4; 10:15, 30; Лк. 7:23; 13:3, 5; 18:17; Ин. 3:2, 3, 5, 27; 4:48; 5:19; 6:44, 53, 65; 7:51; 8:24; 12:24, 47; 13:8; 15:4, 6; 16:7; 20:25; Деян. 8:31; 15:1; 27:31; Рим. 10:15; 11:23; 1Кор. 8:8; 9:16; 14:6, 7, 9, 11, 28; 15:36; Гал. 2:16; 2Фес. 2:3; 2Тим. 2:5; Иак. 2:17; 1Ин. 3:21; Откр. 2:5, 22; 3:3.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εαν μή" в других словарях:

  • εάν — (AM ἐάν Α και ἄν; ἤν) υποθετικός σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική για να δηλωθεί το προσδοκώμενο ή αόριστη χωρίς στενό χρονικό καθορισμό επανάληψη νεοελλ. 1. χρησιμοποιείται ως τύπος εντονότερος τού αν 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές… …   Dictionary of Greek

  • ἐάν — ἐά̱ν , ἐάν if haply indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εάν — σύνδ. υποθ., βλ. αν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐᾶν — ἐάω suffer pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐάω suffer pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐάω suffer pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐᾶ̱ν , ἐάω suffer pres inf act (epic doric) ἐάω suffer pres inf act (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐᾷν — ἐάω suffer pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑάν — ἑά̱ν , ἑός his fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔαν — ἔᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ γαμεῖν, ἐάν τις τὴν ἀλήθειαν σκοπῇ… — См. Необходимое зло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… …   Dictionary of Greek

  • αἴκα — ἐάν if haply doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνπερ — ἐάν if haply contr indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»